- πλήττεται
- πλήσσωstruck with terrorpres ind mp 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek
Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] … Dictionary of Greek
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
αντιπλήξ — ἀντιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) [αντιπλήσσω] αυτός που πλήττεται από τα κύματα … Dictionary of Greek
εισμόπληκτος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημιές και καταστροφές από σεισμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τόπου που έχει πληγεί από σεισμό 3. (για τόπο) αυτός που πλήττεται συχνά από σεισμούς («σεισμόπληκτες περιοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
εύκρεκτος — εὔκρεκτος, ον (Α) 1. (για έγχορδο όργανο) αυτός που πλήττεται καλά 2. (για ύφασμα ή για τις κλωστές τού στημονιού) ο καλοϋφασμένος, ο πλεγμένος καλά («εὐκρέκτους... μίτους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρεκτός (< κρέκω «χτυπώ με το… … Dictionary of Greek
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek